- σιδερόδεση
- και σιδηρόδεση, η, Ν [σιδεροδένω]1. σύνδεση λίθινων ή ξύλινων τεμαχίων με σιδερένια ελάσματα, ενίσχυση κατασκευής με σιδερένια ελάσματα2. συνεκδ. κάθε τεμάχιο σιδήρου το οποίο χρησιμεύει για την σύνδεση δύο τμημάτων ενός αντικειμένου, σιδηρόδεσμος.
Dictionary of Greek. 2013.